ἀροτριάσῃ

ἀροτριάσῃ
ἀροτριάσηι , ἀροτρίασις
fem dat sg (epic)
ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω
aor subj mid 2nd sg (attic doric)
ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω
aor subj act 3rd sg (attic doric)
ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω
fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀροτριάζω
plough
aor subj mid 2nd sg
ἀροτριάζω
plough
aor subj act 3rd sg
ἀροτριάζω
plough
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αροτρίαση — η (Μ ἀροτρίασις) [αροτριώ] το όργωμα …   Dictionary of Greek

  • αροτρίαση — η όργωμα, άροση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • περιαροτρίαση — η η περιάροση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αροτρίαση «όργωμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”